A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νωλεμέως — (Α) [νωλεμές] επίρρ. 1. συνεχώς, αδιαλείπτως 2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
νωλεμέως — νωλεμές without pause indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)